- ευρυχωρής
- εὐρυχωρής, -ές (Α)ευρύχωρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ-* + -χωρής (< χώρος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐρυχωρής — εὐρύχωρος roomy masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παυλωνία — (παουλοβνία ή παυλωβνία η αυτοκρατορική). Φυλλοβόλο δέντρο της οικογένειας των σκροφουλαριιδών (δικοτυλήδονα). Κατάγεται από την Ιαπωνία, απ’ όπου μεταφέρθηκε το 1834 στην Ευρώπη· στην Ελλάδα λίγα δέντρα π. συναντιώνται διάσπαρτα σε κήπους και… … Dictionary of Greek